ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elkészült σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elkészült

πλήρες

πλήρης

felkészült

έτοιμος

felkészültség

γνώση◼◼◼

felkészültünk a vizsgákra

προετοιμαστήκαμε για τις εξετάσεις

Το ιστορικό σας