ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elkészít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elkészít

τέλος◼◼◼

πλήρες◼◻◻

πλήρης◼◻◻

ετοιμάζω (-σω), φτιάχνω (-ξω)

παρασκευάζω

προετοιμάζω

(el)készít (→ ετοιμάζομαι készülődik, [el]készül)

ετοιμάζω

a szobám nincs elkészítve

το δωμάτιο μου δεν είναι έτοιμο

Το ιστορικό σας