ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elképzel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elképzel

φαντάζομαι (-στώ)

elképzelhetetlen

αδιανόητος

ακατανόητος

εκπληκτικός

elképzelés

ιδέα◼◼◼

έννοια◼◼◼

άποψη◼◼◻

θεώρηση◼◻◻

εικόνα◼◻◻

αντίληψη◼◻◻

(+ tárgyeset) elképzel vmilyennek

φαντάζομαι

Το ιστορικό σας