ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elindít, elindul σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elindít, elindul

ξεκινώ, ξεκίνησα, θα ξεκινήσω

Το ιστορικό σας