ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elfogadható σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elfogadható

αποδεκτός◼◼◼

δεκτός◼◼◻

ευλογοφανείς◼◻◻

εύλογος◼◻◻

επιτρεπτός

ευλογοφανή

παραδεκτός

elfogadható kockázati szint

αποδεκτό επίπεδο κινδύνου◼◼◼

elfogadható napi felvétel

ημερήσια επιτρεπόμενη δόση

Το ιστορικό σας