ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elesik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elesik

(járás közben, harcban) πέφτω (πέσω)

πέφτω

πτώση

Το ιστορικό σας