ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elenged σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elenged

απαλλαγή◼◼◼

έκδοση◼◻◻

αφήνω (-σω)

elengedhetetlen

απαραίτητος◼◼◼

αναγκαίος◼◼◻

υποχρεωτικός◼◻◻

αναντικατάστατος

Το ιστορικό σας