ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elemi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elemi

στοιχειώδης◼◼◼

elemi oktatás

πρωτοβάθμια εκπαίδευση

Elemi részecske

Στοιχειώδες σωματίδιο

élelemiszertárolás

αποθήκευση τροφίμων

Το ιστορικό σας