ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elektromos áram σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elektromos áram

ηλεκτρικό ρεύμα◼◼◼

elektromos áram fogyasztás

κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας

Το ιστορικό σας