ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elbűvöl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elbűvöl

γοητεύω

elbűvölő

γοητευτικός

θελκτικός

συναρπαστικός

χαριτωμένος

Το ιστορικό σας