ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elavult σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elavult

παρωχημένος◼◼◼

απαρχαιωμένος◼◻◻

elavult üzem

απηρχαιωμένη μονάδα

Το ιστορικό σας