ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

elősegít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
elősegít

επισπεύδω

προάγω

προβιβάζω

προωθώ

hozzájárul, elősegít

συμβάλλω (συμβάλω)

Το ιστορικό σας