ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

előd σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
előd

προκάτοχος◼◼◼

προπάτορας

πρόγονος

az interneten nézelődni

να σερφάρω στο ίντερνετ

csak nézelődök, köszönöm

απλώς χαζεύω ευχαριστώ

elszigetelődés

απομόνωση◼◼◼

képzelődés

φαντασία

Το ιστορικό σας