ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyszerűen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyszerűen

απλά

απλός

egyszerűen (csak)

απλώς

egyszerűen idetaláltál?, egyszerűen idetaláltatok?

το βρήκες έυκολα /το βρήκατε εύκολα;

Το ιστορικό σας