ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyszerű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyszerű

απλός◼◼◼

εύκολος◼◻◻

egyszerűen

απλά

απλός

egyszerűen (csak)

απλώς

egyszerűen idetaláltál?, egyszerűen idetaláltatok?

το βρήκες έυκολα /το βρήκατε εύκολα;

egyszerűség

απλότητα◼◼◼

egyszerűsít

διαγραφή◼◼◼

απλοποιώ

egyszerűsítés

απλούστευση◼◼◼

απλοποίηση◼◼◻

μείωση◼◼◻

leegyszerűsít

απλοποιώ

rá jellemző egyszerűséggel

με απλότητα που τον διακρίνει

Το ιστορικό σας