ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egységes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egységes

ομοιόμορφος◼◼◼

συνεκτικός◼◼◻

συναφής◼◻◻

egységes európai közbeszerzési dokumentum

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας◼◼◼

Το ιστορικό σας