ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egység σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egység

μονάδα◼◼◼

ενότητα◼◼◻

ομάδα◼◼◻

συγκρότημα◼◼◻

ένωση◼◼◻

τεμάχιο◼◻◻

δύναμη◼◻◻

ισχύς◼◻◻

σώμα◼◻◻

βία

απόσπασμα

κύρος

(pl. telefonkártyán) η μονάδα

egység, unió

ένωση (η, tsz. -εις)

egységes

ομοιόμορφος◼◼◼

συνεκτικός◼◼◻

συναφής◼◻◻

egységes európai közbeszerzési dokumentum

Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας◼◼◼

a sziklás-hegység

η οροσειρά ρόκυ

Atmoszféra (mértékegység)

Ατμόσφαιρα (μονάδα)◼◼◼

Bar (mértékegység)

Βαρομετρική μονάδα

csillagászati egység

αστρονομική μονάδα◼◼◼

Csomó (mértékegység)

Κόμβος

erdészeti egység

μονάδα δασοκομίας

hegység

οροσειρά◼◼◼

βουνό

βουνό (vunó)

όρος

όρος (óros)

központi feldolgozóegység

κεντρική μονάδα επεξεργασίας◼◼◼

Láb (mértékegység)

Πόδι (μονάδα μήκους)◼◼◼

mértékegység

μονάδα◼◼◼

μονάδα μέτρησης◼◼◼

ένα◼◼◻

ένας◼◻◻

Pascal (mértékegység)

Πασκάλ◼◼◼

SI mértékegységrendszer

Διεθνές σύστημα μονάδων

tápegység

τροφοδοτικό◼◼◼

Urál (hegység)

Ουράλια Όρη

Watt (mértékegység)

Βατ (μονάδα μέτρησης)◼◼◼

12