Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
εκκλησία (η)▼◼◼◼
ναός▼
παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα▼
ενορία▼
επισκοπή▼
Καθολική Εκκλησία▼◼◼◼
Πάπας▼
βασιλική▼
καθεδρικός▼
καθεδρικός ναός▼
μητρόπολη▼
εκκλησία (η)▼
↑