ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyezés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyezés

συμφωνία◼◼◼

beleegyezés

συναίνεση◼◼◼

έγκριση◼◼◼

kiegyezés

συμφωνία◼◼◼

συμβιβασμός

megegyezés

συμφωνία◼◼◼

συναίνεση◼◼◻

σύμβαση◼◼◻

συνέπεια◼◻◻

διευθέτηση◼◻◻

κοινή συναίνεση◼◻◻

συνθήκη◼◻◻

διάταξη◼◻◻

συνεννόηση◼◻◻

σύμπτωση

Το ιστορικό σας