ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vegyes termék

ανάμικτο προϊόν/διάφορα προϊόντα

vegyes/elegyes erdő

μικτό δάσος

vegyes/kombinált közlekedés

συνδυασμένες μεταφορές

vegyesfelhasználású terület

περιοχή μικτής χρήσης

vegyész

χημικός

vegyészet

χημεία◼◼◼

világ proletárjai, egyesüljetek!

προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε! (proletárii ólu tu kósmu, enothíte!), προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε! (proletárii ólon ton chorón, enothíte!)

123

Το ιστορικό σας