ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyesít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyesít

ενώνω

egyesített

συνδυασμένος◼◼◼

σύναψη◼◼◻

ένωση◼◻◻

egyesítés

συγχώνευση◼◼◼

συνδυασμός◼◼◻

ένωση◼◼◻

ενοποίηση◼◼◻

σύντηξη◼◻◻

σύνδεσμος

újraegyesítés

επανένωση◼◼◼

Το ιστορικό σας