ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyenleg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyenleg

υπόλοιπο◼◼◼

ισοζύγιο◼◼◻

ισορροπία◼◻◻

(banki) το υπόλοιπο

meg tudná mondani az egyenlegemet, kérem?

μπορείτε να μου πείτε το ποσό στο λογαριασμό μου παρακαλώ;

Το ιστορικό σας