ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyenértékű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyenértékű

ισοδύναμος◼◼◼

ισόποσος

egyenértékű adag

ισοδύναμη δόση◼◼◼

egyenértékűség

ισοδυναμία◼◼◼

ισοτιμία◼◼◻

Το ιστορικό σας