ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyelőre σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyelőre

(jelenleg) προς το παρόν, (ez idáig) μέχρι στιγμής, για την ώρα

Το ιστορικό σας