ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

egyedüli σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
egyedüli

μοναδικός◼◼◼

μόνο◼◼◼

μόνος◼◼◼

αποκλειστικός◼◼◻

αλλά◼◼◻

εκτός◼◼◻

απλώς◼◻◻

μεμονωμένος◼◻◻

nincs, egyedüli gyerek vagyok

όχι, είμαι μοναχοπαίδι

Το ιστορικό σας