ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dupla σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dupla

διπλάσια◼◼◼

διπλός◼◼◼

διπλάσιος

a foglalásom dupla szobára szólt

η κράτηση ήταν για ένα δίκλινο δωμάτιο

Το ιστορικό σας