ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

drog σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
drog

ναρκωτικά◼◼◼

ναρκωτικό

aliciklusos szénhidrogén

αλικυκλικός υδρογονάνθρακας

alifás szénhidrogén

αλειφατικός υδρογονάνθρακας

androgün

ανδρόγυνος

aromás szénhidrogén

αρωματικός υδρογονάνθρακας◼◼◼

dehidrogenáz

αφυδρογονάση◼◼◼

halogénezett szénhidrogén

αλογονωμένος υδρογονάνθρακας

hidrogeológia

υδρογεωλογία◼◼◼

hidrográfia

υδρογραφία

hidrográfia/vízrajz

υδρογραφία

Hidrogén

Υδρογόνο◼◼◼

hidrogén

υδρογόνο (ydrogóno)◼◼◼

hidrogén-peroxid

οξυζενέ

hidrogénbomba

βόμβα υδρογόνου

υδρογονοβόμβα

klórozott szénhidrogén

χλωριωμένος υδρογονάνθρακας

kénhidrogén

υδρόθειο◼◼◼

policiklusos aromás szénhidrogén

πολυκυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας

policiklusos szénhidrogén

πολυκυκλικός υδρογονάνθρακας

részlegesen halogénezett klórozott fluorozott szénhidrogén

μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας

szénhidrogéntároló tartály

δεξαμενή αποθήκευσης υδρογονανθράκων

Το ιστορικό σας