ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dolgozó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dolgozó

εργαζόμενος◼◼◼

υπάλληλος◼◼◻

εργάτης◼◻◻

εργάτρια

εργοδοτούμενος

dolgozó, munkavállaló

εργαζόμενος (ο)

dolgozó szoba

γραφείο

dolgozók étterme

υπηρετικό προσωπικό εστιατορίου

dolgozószoba

μελέτη

μελετώ

σπουδάζω

σπουδή

το γραφείο

adatfeldolgozó rendszer

σύστημα επεξεργασίας δεδομένων◼◼◼

digitális képfeldolgozó módszer

τεχνική ψηφιακής επεξεργασίας εικόνας

gyári dolgozó

εργάτης εργοστασίου

irodai dolgozó

υπάλληλος γραφείου

képfeldolgozó digitális rendszer

ψηφιακό σύστημα επεξεργασίας εικόνας

központi feldolgozóegység

κεντρική μονάδα επεξεργασίας◼◼◼

tanácsnál dolgozó

υπάλληλος του τοπικού συμβούλιου

élelmiszerfeldolgozó-ipar

βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων/βιομηχανία

Το ιστορικό σας