ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

divat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
divat

μόδα◼◼◼

η μόδα◼◻◻

μέθοδος

νεωτερισμός

συρμός

τρόπος

divatjamúlt

παλιομοδίτικος

divatos

μοδάτος

divatos nadrág

παντελόνι της μόδας

ódivatú

παλιομοδίτικος

Το ιστορικό σας