ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dicsőít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dicsőít

δοξάζω

εγκωμιάζω

εξυμνώ

επαινώ

Το ιστορικό σας