ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

diétázik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
diétázik

κάνω δίαιτα

diéta: κάνω δίαιτα diétázik

δίαιτα (η)

Το ιστορικό σας