ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

derék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
derék

κορμός◼◼◼

έντιμος

ειλικρινής

η μέση

τίμιος

derékszögű

ορθογώνιος

derékzsába

οσφυαλγία

Το ιστορικό σας