ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

depresszió σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
depresszió

η κατάθλιψη

λάκκος

ύφεση

Depresszió

Κλινική κατάθλιψη

depressziósnak érzem magam

έχω κατάθλιψη τελευταία

Το ιστορικό σας