ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dörgés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dörgés

βροντή

κεραυνός

ez mennydörgésnek hangzik

ακούστηκε σαν κεραυνός

mennydörgés

κεραυνός (keravnós)

vihar mennydörgéssel

καταιγίδα

Το ιστορικό σας