ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

döntéshozó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
döntéshozó

φορέας λήψης αποφάσεων◼◼◼

döntéshozó támogatás

υποστήριξη για τη λήψη αποφάσεων

Το ιστορικό σας