ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

dáma σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
dáma

ντάμα (ntáma)◼◼◼

βασίλισσα

κυρία

dámajáték

ντάμα

Το ιστορικό σας