ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ντάμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ντάμα

dámajáték

dámszarvas

dámvad

királynő

ντάμα (ntáma)

dáma◼◼◼