ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csiripel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csiripel

τερέτισμα

τερετίζω

csiripelés

τερέτισμα

τιτιβίζω

Το ιστορικό σας