ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csip σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csip

τσιπ◼◼◼

csipa

ύπνος

csiperkegomba

μανιτάρι

csipesz

λαβίδα◼◼◼

το τσιμπίδι

csipet

πρέζα

Csipkerózsika

Ωραία Κοιμωμένη

Το ιστορικό σας