ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csillapító σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csillapító

στρώμα◼◼◼

fájdalom- csillapító

το παυσίπονο

fájdalomcsillapító

αναλγητικό◼◼◼

αναλγητικός

παυσίπονα

παυσίπονο

lakóterület forgalomcsillapítókkal

περιοχή κατοικιών με διευθετήσεις για τη μείωση

lázcsillapító

αντιπυρετικό

αντιπυρετικός

το αντιπυρετικό

Το ιστορικό σας