ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csővezeték σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csővezeték

σωληνώσεις◼◼◼

σωλήνωση◼◻◻

αγωγός/σωληνώσεις

Το ιστορικό σας