ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

csípő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
csípő

ισχίο◼◼◼

csípőbél

ειλεός◼◼◼

csípős

δριμύς

ζεστός

θερμός

καυτερός

ξινός

οξύς

πικάντικος

curry (csípős fűszerekkel készített indiai mártás)

κάρυ◼◼◼

Το ιστορικό σας