ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

cipel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
cipel

κουβαλώ (-άω, -ήσω)

kér segítséget a csomagok cipeléséhez?

θα θέλατε μήπως βοήθεια με τις βαλίτσες σας;

Το ιστορικό σας