ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

célszerű σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
célszerű

πρακτικός◼◼◼

χρήσιμος◼◼◼

σκόπιμος (-η-ο)

Το ιστορικό σας