ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

buta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
buta

ανόητος

βλάκας

βλακώδης

ζώο

ηλίθιος

ιδιώτης

κουτός (-ή-ό)

μικρόνους

μουρλός

μπουνταλάς

παλαβός

χαζή (χαζό)

χαζός

butadién

βουταδιένιο◼◼◼

butaság

βλακεία

Το ιστορικό σας