ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

borsó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
borsó

μπιζέλια◼◼◼

ρεβίθι◼◻◻

αρακάς◼◻◻

μπιζέλι◼◻◻

ρεβιθιά

csicseriborsó

ρεβίθι

ρεβιθιά

mirelit borsó

κατεψυγμένος αρακάς

tehénborsó

μαυρομάτικα φασόλια◼◼◼

zöldborsó

αρακάς◼◼◼

Το ιστορικό σας