ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

borotvál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
borotvál

ξύρισμα◼◼◼

ξυρίζομαι

ξυρίζω

borotvál (→ ξυρίζομαι borotválkozik)

ξυρίζω

borotválkozik

ξυρίζομαι (-στώ)

ξυρίζω

ξύρισμα

borotválkozás

ξύρισμα◼◼◼

borotválkozás utáni arcszesz

άφτερ-σειβ

borotválás

ξύρισμα◼◼◼

Το ιστορικό σας