ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

boncol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
boncol

νεκροψία◼◼◼

boncolás

νεκροψία◼◼◼

ανατομή◼◼◻

αυτοψία◼◼◻

νεκροτομή◼◻◻

élveboncolás

ζωοτομία

Το ιστορικό σας