ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bomlás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bomlás

αποσύνθεση◼◼◼

bomlástermék

προϊόν διάσπασης◼◼◼

bomlástermék/leányelem

προϊόν διάσπασης

biológiai lebomlás

βιοαπο(ικο)δόμηση

Béta-bomlás

Διάσπαση βήτα

felbomlás (limnológia)

κυκλοφορία (όρος της λιμνολογίας)

κυκλοφορία [όρος της λιμνολογίας]

fotokémiai lebomlás

φωτοαποικοδόμηση/αλλοίωση λόγω έκθεσης στο φως

lebomlás

αποσύνθεση◼◼◼

διάσπαση◼◼◻

υποβάθμιση◼◼◻

απο(ικο)δόμηση/υποβάθμιση/φθορά

αποσύνθεση/διάσπαση

lebomlási termék

προϊόν απο(ικο)δόμησης◼◼◼

szennyezőanyag lebomlás

αποικοδόμηση (διάσπαση) των ρύπων

Το ιστορικό σας