ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bogyó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bogyó

κόλπος

μούρο

μώρον

kapribogyó

κάππαρη◼◼◼

κάπαρη◼◻◻

olajbogyó

ελιά◼◼◼

olivabogyók

ελιές

Το ιστορικό σας